- δίσωμος
- βλ. δισώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίσωμον — δίσωμος masc/fem acc sg δίσωμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώμοις — δίσωμος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώμου — δίσωμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώμων — δίσωμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώμῳ — δίσωμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσωμα — δίσωμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσωμοι — δίσωμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώματος — και δίσωμος, η, ο (Α δισώματος και δίσωμος, ον) 1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα 2. αυτός που έχει δύο θαλάμους … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek